Ἀμαζών — the Amazons fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόνα — Ἀμαζών the Amazons fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόνας — Ἀμαζών the Amazons fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόνες — Ἀμαζών the Amazons fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόνι — Ἀμαζών the Amazons fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόνος — Ἀμαζών the Amazons fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόνων — Ἀμαζών the Amazons fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόσι — Ἀμαζών the Amazons fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμαζόσιν — Ἀμαζών the Amazons fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής … Dictionary of Greek